- επιπολή
- η (AM ἐπιπολή)1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολήςεπιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω(α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ.β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.)3. «ἐξ ἐπιπολῆς» ή «κατ’ ἐπιπολήν» — επιπόλαια, επιφανειακάαρχ.1. (για χωριστά πράγματα) η τοποθέτηση τού ενός πάνω στο άλλο2. (η γεν. ως επίρρ.) ἐπιπολῆςα) προς τα πάνω, ψηλά («ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα», Ιπποκρ.)β) υπεράνω («ἐπιπολῆς τοῡ σήματος», Αριστοφ.)3. (με ουδ. άρθρο εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ, τὰ ἐπιπολῆςπρος την επιφάνεια, η επιφάνεια («τοῡ σώματος τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ τὰ ἐντός», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. επιπολή προήλθε υποχωρητικώς από γεν. επιπολής (πιθ. < *επί πολής), η οποία απαντά στην Αρχαία ως επίρρημα «επιφανειακά, πάνω πάνω». Το β’ συνθετικό τής λέξεως συνδέθηκε με τα πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι», πόλος, που ανάγονται σε ΙE *kwel- «στρέφω, γυρίζω, κινούμαι, ολόγυρα» (πρβλ. έπιπλα). Η υποτεθείσα σχέση με τις λ. παλάμη, σουηδ. fala «πεδιάδα (χωρίς δέντρα)», αρχ. σλαβ. polje «αγρός, χωράφι» παραμένει αβέβαιη. Αξιοσημείωτο παράγωγο της λ. είναι το επίθ. επιπόλαιος (< επιπολή + -ιος), το οποίο από την αρχαία σημ. «αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια, ο φανερός» μετέπεσε στη γνωστή νεοελλ. σημ. «επιφανειακός στις κρίσεις του, άστατος, απερίσκεπτος».
Dictionary of Greek. 2013.